φιλαρία

φιλαρία
(wuchereria). Κοινή ονομασία νηματοειδών σκωλήκων, που ανήκουν στην ομάδα των νηματωδών, οι οποίοι παρασιτούν σε διάφορα σπονδυλωτά, ανάμεσα στα οποία και ο άνθρωπος. Η φ. η μπανκρόφτεια είναι είδος της τάξης των φιλαριοειδών, διαδεδομένη σε όλες τις ηπείρους, εκτός απ’ την Ευρώπη. Ενώ το αρσενικό, γενικά, δεν ξεπερνά τα 6 εκ., το θηλυκό υπερβαίνει τα 12. Φωλιάζει στους συνδετικούς ιστούς, στους ορογόνους και ιδιαίτερα στα λεμφαγγεία, τα οποία διογκώνονται, προκαλώντας διαπιδύσεις λέμφου σε διάφορα σημεία του σώματος, που μπορούν να γίνουν εξαιρετικά μεγάλες. Η αρρώστια αυτή λέγεται κοινά ελεφαντίαση. Ο άνθρωπος ξενίζει, εκτός από τα ακμαία παράσιτα, και τις προνύμφες τους, που λέγονται μικροφιλαρίες και που εγκαθίστανται στο κυκλοφοριακό σύστημα: τη νύχτα βρίσκονται στο περιφερικό αιματώδες σύστημα, ενώ την ημέρα στα μεγάλα αγγεία των πνευμόνων και των άλλων εσωτερικών οργάνων. Αν ο άρρωστος όμως ξαγρυπνά τη νύχτα και κοιμάται την ημέρα, και οι φ. αναστρέφουν τον κύκλο. Η φ. της Μεδίνας, που λέγεται και σκουλήκι της Γουινέας, ανήκει στην τάξη των δρακονκουλοειδών. Το θηλυκό μπορεί να ξεπεράσει το μήκος του 1 μ., ενώ το αρσενικό δεν φτάνει τα 4 εκ. Είναι διαδεδομένη στην Αφρική, στην τροπική Ασία και στην Κεντρική Αμερική και είναι γνωστή από τα πανάρχαια χρόνια. Το θηλυκό, που κουβαριάζεται στον υποδόριο ιστό, προκαλεί αποστήματα στις γάμπες και στα πόδια. Όταν ο άνθρωπος βυθίζεται στο νερό, τα αποστήματα ανοίγουν και οι προνύμφες εγκαθίστανται μέσα σε μικρά καρκινοειδή των γλυκών νερών που λέγονται κύκλωπες. Εισχωρούν στον άνθρωπο όταν πιει μολυσμένο με προνύμφες νερό.
* * *
και φιλάρια, η, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών ζωοπαρασιτικών νηματωδών τής υπεροικογένειας φιλαριοειδή, που, συνήθως, χρειάζονται δύο ξενιστές, ένα αρθρόποδο και ένα σπονδυλόζωο, για να ολοκληρώσουν τον βιολογικό τους κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. filaria].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δρακοντίαση — η (Α δρακοντίασις) ιατρ. δερματική πάθηση που προκαλείται από την ανάπτυξη στον οργανισμό τού νηματώδους σκώληκα δρακόντιο* τής Μεδίνης ή φιλάρια τής Μεδίνης …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντίαση — Παθολογική κατάσταση, κατά την οποία παρατηρείται χρόνιο οίδημα και σημαντική υπερτροφία του δέρματος, με διόγκωση και παραμόρφωση των περιοχών που έχουν προσβληθεί, συνήθως των κάτω άκρων και της περιοχής των γεννητικών οργάνων· οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”